νήκτης

νήκτης
νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α)
1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής
2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. -της (πρβλ. δέκ-της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ- + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκ-τρίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νήκτης — swimmer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτῶν — νήκτης swimmer masc gen pl νηκτός swimming fem gen pl νηκτός swimming masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήκτῃσιν — νήκτης swimmer masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτήρ — νηκτήρ, ὁ (Α) νήκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ τού νήχω «κολυμπώ» + επίθημα τήρ (πρβλ. δεκ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… …   Dictionary of Greek

  • νηκτρίς — νηκτρίς, ἡ (Α) βλ. νήκτης …   Dictionary of Greek

  • νωτονήκτης — (notonecta). Ετερόπτερα υδρόβια έντομα που μοιάζουν με τις κόριζες, έχουν τη συνήθεια να κολυμπούν ανάσκελα, και από εκεί προέρχεται η ονομασία τους. Το πάνω μέρος του σώματος τους είναι κυρτό και μοιάζει με βάρκα, που κινείται με τη βοήθεια των… …   Dictionary of Greek

  • νήκταν — νήκτᾱν , νήκτης swimmer masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”